Το ποσοστό ανεργίας μας δείχνει πόσοι άνεργοι υπάρχουν σε μια οικονομία σε σύγκριση με το εργατικό δυναμικό της. Σύμφωνα με την Eurostat και τις οδηγίες του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας [1], άνεργοι θεωρούνται τα άτομα ηλικίας 15 έως 74 ετών, που:
α) δεν εργάζονται, αλλά μπορούν να ξεκινήσουν δουλειά εντός δύο εβδομάδων, και
β) είτε έψαχναν ενεργά για εργασία τον τελευταίο μήνα, είτε έχουν ήδη βρει δουλειά που θα ξεκινήσει μέσα στους επόμενους τρεις μήνες,
ενώ το εργατικό δυναμικό είναι το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων.
Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε ποσοστό ανεργίας 10,1%, το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Ισπανία (11,4%). Η θέση αυτή επιβεβαιώνει ότι η ελληνική αγορά εργασίας συνεχίζει να αντιμετωπίζει δομικές προκλήσεις, παρά τη σταδιακή βελτίωση που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια. Σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (6,4%) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5,9%), η ελληνική ανεργία παραμένει σημαντικά υψηλότερη.
Αυτό αποτυπώνει την αργή ενσωμάτωση του εργατικού δυναμικού στην αγορά, καθώς και τις επιπτώσεις από την χρόνια κρίση, τις χαμηλές επενδύσεις και τη χαμηλή παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Για να υπάρξει σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Ελλάδα χρειάζεται μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η φορολογία, η γραφειοκρατία και η δικαιοσύνη, ώστε να τονωθεί η εμπιστοσύνη στους επενδυτές και να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας.
[1] Eurostat. (2024). Unemployment rate – annual data. European Commission. Retrieved May 9, 2025, from https://ec.europa.eu/