Σε προηγούμενο άρθρο του Greekonomics, είχαμε δει ότι την περασμένη χρονιά η συνολική ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κινήθηκε κατά μέσο όρο κοντά στο 6%, ενώ στη χώρα μας είχε ξεπεράσει ελαφρώς το 10%. Η μακροχρόνια ανεργία, όμως, αναφέρεται στο ποσοστό του εργατικού δυναμικού που παραμένει χωρίς εργασία για 12 μήνες και άνω.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 [1], τα χαμηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας καταγράφηκαν στην Ολλανδία (0,5%), τη Μάλτα (0,7%), και τις Δανία, Πολωνία και Τσεχία (0,8% η καθεμία). Από την άλλη, η Ελλάδα παρουσίασε για άλλη μια χρονιά το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνια ανέργων στην Ε.Ε. με 5,4% (σ.σ. το 2011 ήταν η τελευταία χρονιά που δεν συνέβη αυτό), ακολουθούμενη από την Ισπανία (3,8%) , τη Σλοβακία (3,5%), και την Ιταλία (3,3%). Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι στη χώρα μας το ποσοστό αυτό μειώνεται σταθερά την τελευταία δεκαετία, αν και εξακολουθεί να παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (1,9% πέρυσι).
Παράλληλα, στην Ελλάδα η μακροχρόνια ανεργία πλήττει περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες (7,2% και 4% αντίστοιχα την περασμένη χρονιά, την ώρα που στην Ε.Ε. η διαφορά ήταν μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ αναμενόμενα συσχετίζεται και με το επίπεδο μόρφωσης: το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αποφοίτων πανεπιστημίου είναι στο 3,8%, ενώ για όσους δεν έχουν ολοκληρώσει σπουδές στην ανώτατη εκπαίδευση ανέρχεται σε 6,3%. Το χάσμα αυτό αντανακλά τις έντονες ανισότητες δεξιοτήτων στη χώρα και την περιορισμένη ικανότητα της οικονομίας να δημιουργήσει ποιοτικές και σταθερές θέσεις εργασίας.
Συνολικά, τα δεδομένα δείχνουν μια πρόοδο, όμως η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει τις στοχευμένες μεταρρυθμίσεις ώστε να συγκλίνει πραγματικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
[1] Eurostat. (2025). Persons in long-term unemployment (12 months or more) by educational attainment level and NUTS 2 region. European Commission. Retrieved November 22, 2025, from https://ec.europa.eu




