Ο ακαθάριστος δείκτης γεννητικότητας μετράει το πόσες γεννήσεις αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους μιας χώρας, και συνεπώς μας βοηθά να κατανοήσουμε το πώς εξελίσσεται ο πληθυσμός της. Τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας [1] δείχνουν ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι γεννήσεις παραμένουν συνολικά χαμηλές, με εμφανείς διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών.
Οι χώρες με τους συγκριτικά υψηλότερους δείκτες γεννητικότητας στην ΕΕ για το 2023 ήταν η Κύπρος (10,8), η Ιρλανδία (10,3) και η Γαλλία (9,9). Από την άλλη, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου εμφάνισαν αρκετά χαμηλότερη γεννητικότητα, με τις Ιταλία (6,4), Ισπανία (6,7) και Ελλάδα (6,8) να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. Την ίδια χρονιά, ο μέσος όρος της Ένωσης ήταν 8,16 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, συνεχίζοντας την πτωτική τάση που ακολουθεί από την οικονομική κρίση του 2008 και έπειτα (σ.σ. το 2008 ήταν 10,62 γεννήσεις, ενώ το 2015 έπεσε στις 9,76).
Για την Ελλάδα, η εικόνα είναι αντίστοιχα πτωτική, αλλά με σαφώς μεγαλύτερη ένταση σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2008, η χώρα μας βρισκόταν σε παρόμοιο επίπεδο με την ΕΕ, με τον ακαθάριστο δείκτη γεννητικότητας να διαμορφώνεται στις 10,7 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, όμως σήμερα βλέπουμε μια σημαντική απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο (6,7 έναντι 8,16). Η πορεία αυτή αντανακλά τις βαθιές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, τη φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, αλλά και τη γενικότερη ανασφάλεια που επηρέασε την απόφαση για τη δημιουργία οικογένειας.
Σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις χώρες με τη μεγαλύτερη δημογραφική πίεση. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει το δημογραφικό ως ένα από τα πιο σοβαρά και μακροχρόνια προβλήματα της χώρας, με επιπτώσεις στην οικονομία, την αγορά εργασίας και τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους.
[1] World Bank. (2025). Birth rate, crude (per 1,000 people) [Data file]. World Bank. https://data.worldbank.org




