Το δημόσιο χρέος αποτελεί έναν από τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες μιας οικονομίας. Το μετράμε συνήθως ως ποσοστό του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, για να μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για την πραγματική της ικανότητα να το εξυπηρετεί, αλλά και να συγκρίνουμε χώρες με διαφορετικά απόλυτα μεγέθη. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το 2024, η Ελλάδα καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), φτάνοντας το 154% [1].
Σε επίπεδο ΕΕ, ο αντίστοιχος μέσος όρος διαμορφώνεται στο 81% του ΑΕΠ, με τις χώρες του «ευρωπαϊκού νότου» – Ιταλία (135%), Γαλλία (113%) και Ισπανία (102%), μαζί με την χώρα μας – να αποτελούν τις πλέον «χρεωμένες». Από την άλλη, οι πιο «νοικοκυρεμένες» από πλευράς δημόσιου χρέους οικονομίες είναι η Εσθονία (24%), η Βουλγαρία (24%) και το Λουξεμβούργο (26%).
Η Ελλάδα παραδοσιακά κουβαλάει ένα από τα βαρύτερα χρέη στην ΕΕ, όμως τα τελευταία χρόνια έχει κάνει μια αξιοσημείωτη προσπάθεια για την αποκλιμάκωσή του. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι μεγάλοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την πιστοληπτική της ικανότητα, δίνοντάς της την «περίφημη» επενδυτική βαθμίδα. Η μείωση του χρέους οφείλεται αφενός στην οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση του ΑΕΠ, και αφετέρου στην αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω πληθωρισμού.
Παράλληλα, όμως, η χώρα παραμένει ευάλωτη σε οικονομικές κρίσεις και αυξήσεις επιτοκίων, δεδομένου του μεγάλου απόλυτου μεγέθους του χρέους της. Το ερώτημα, συνεπώς, είναι κατά πόσο είναι σε θέση η ελληνική οικονομία να διατηρήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα και τα επόμενα χρόνια, ειδικά από τη στιγμή που η κυβέρνηση «αναγκάζεται» να δώσει αυξήσεις σε επιδόματα, μισθούς δημοσίου και συντάξεις, για να καλύψει ένα μέρος της απώλειας εισοδήματος των πολιτών, που έχει προκύψει από την σημαντική αύξηση του κόστους ζωής.
Προοπτικές και Προκλήσεις
Παρά τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών δεικτών, η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να ακολουθεί μια συνετή δημοσιονομική πολιτική. Η ενίσχυση των επενδύσεων, η αύξηση της παραγωγικότητας και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Το δημόσιο χρέος δεν είναι από μόνο του πρόβλημα αν συνοδεύεται από ισχυρή ανάπτυξη και βιώσιμα δημοσιονομικά μεγέθη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι πριν από μια δεκαετία, ανέκτησε πλέον την επενδυτική βαθμίδα, αλλά η διατήρηση της σταθερότητας είναι απαραίτητη για να αποφευχθούν νέες οικονομικές κρίσεις στο μέλλον.
[1] Eurostat. Government deficit/surplus, debt and associated data. European Commission. Retrieved Apr 23, 2025, from https://ec.europa.eu/