Την χρονιά που μας πέρασε, οι εισαγωγές στην Ελλάδα ξεπέρασαν τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ με τους δέκα κορυφαίους εξαγωγείς προϊόντων προς τη χώρα μας να καλύπτουν περίπου τις μισές από αυτές [1]. Ως συνήθως, η Ελλάδα διατήρησε σταθερές και πολυδιάστατες εμπορικές σχέσεις με χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εικόνα αυτών των εμπορικών σχέσεων αποκαλύπτει πολλά για τις γεωγραφικές, οικονομικές και στρατηγικές προτεραιότητες της χώρας.
Η Ευρώπη, όπως ήταν αναμενόμενο, παρέμεινε ο βασικός εμπορικός μας εταίρος· Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία και Βουλγαρία βρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις των προμηθευτών μας. Από αυτές, η Γερμανία ξεχωρίζει ως κυρίαρχη εξαγωγική δύναμη στην Ελλάδα, αφού από εκείνη αγοράζουμε έναν μεγάλο όγκο αυτοκινήτων, μηχανημάτων, φαρμάκων και χημικών προϊόντων για τις βιομηχανικές μας εγκαταστάσεις.
Εκτός από τα ευρωπαϊκά προϊόντα, σημαντικό μέρος των ελληνικών εισαγωγών αποτελούν και τα κινεζικά. Η Κίνα, ο μεγαλύτερος «παίκτης» στο παγκόσμιο εμπόριο, εξάγει προς τη χώρα μας μηχανήματα και βιομηχανικά προϊόντα κορυφαίας (πλέον) ποιότητας σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές, παρά τους υψηλούς δασμούς που της επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διείσδυση των κινεζικών προϊόντων στην ελληνική αγορά– από ηλεκτρονικά και κινητά τηλέφωνα μέχρι έπιπλα, ρούχα, παιχνίδια και πρώτες ύλες – αποτυπώνεται έντονα στην καθημερινότητά μας.
Παράλληλα, το Ιράκ και το Καζακστάν έχουν αναδειχθεί σε βασικούς εταίρους για τη χώρα στον τομέα των ενεργειακών εισαγωγών – ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που ακολούθησαν. Οι ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας διαμορφώνουν σχέσεις και δρόμους που ξεφεύγουν από την «παραδοσιακή» Ευρώπη – φτάνοντας στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.
Κάτι που ίσως προκαλεί αίσθηση, είναι η θέση της Τουρκίας στους βασικούς εξαγωγείς αγαθών προς την Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς εντάσεις στις διμερείς σχέσεις. Οικονομικά, οι δύο χώρες διατηρούν έναν ιδιαίτερα ανθεκτικό και πρακτικό δίαυλο συνεργασίας, με τις ελληνικές εισαγωγές να περιλαμβάνουν κυρίως βιομηχανικά προϊόντα, μέταλλα, πλαστικά, είδη ένδυσης και πρώτες ύλες. Η γεωγραφική εγγύτητα, οι συμπληρωματικές παραγωγικές δυνατότητες και το σχετικά χαμηλό κόστος μεταφοράς καθιστούν την Τουρκία έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο, ανεξάρτητα από τις ευρύτερες πολιτικές ισορροπίες.
Το «ελληνικό καλάθι» των εισαγωγών αποτελεί μια αντανάκλαση της γεωγραφίας, της οικονομικής πραγματικότητας και των παγκόσμιων ισορροπιών, και αποτυπώνει όχι μόνο τις ανάγκες της αγοράς, αλλά και το πού στέκεται – και πού κοιτάζει – η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη.
[1] Ελληνική Στατιστική Αρχή. Εισαγωγές-Αφίξεις, Εξαγωγές-Αποστολές, Κατά Χώρα-Εταίρο (Ιανουαρίου 2004 – Δεκεμβρίου 2024). Ανακτήθηκε 8 Μαΐου, 2025, από https://www.statistics.gr/