Η ανεργία, παρά τη σταδιακή βελτίωση των τελευταίων ετών, παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας – ειδικά για το νεότερο ηλικιακά εργατικό δυναμικό. Στην χώρα μας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στο κατά πόσο ένας νέος μπορεί να βρει εργασία και να παραμείνει παραγωγικά ενταγμένος στην αγορά. Οι διαφορές ανάμεσα στους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και όσους διαθέτουν χαμηλότερο μορφωτικό υπόβαθρο είναι εμφανείς και διαχρονικές, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
Την περασμένη χρονιά, η ανεργία στους Έλληνες κάτω των 40 ετών που ήταν απόφοιτοι δημοτικού-γυμνασίου ανήλθε στο 20,1%, στους αποφοίτους λυκείου ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (πλην της ανώτατης) στο 16,3%, ενώ στους πτυχιούχους πανεπιστημίου στο 11,3% [1]. Αν και τα ποσοστά αυτά παρουσιάζουν βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, το χάσμα ανάμεσα στα μορφωτικά επίπεδα παραμένει. Ενδεικτικά, δώδεκα χρόνια πριν, το 2013 που η ανεργία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, το ποσοστό για όσους δεν είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ξεπέρασε το 40%, ενώ για τους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν κάτω από 30%.
Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: όσο υψηλότερο το μορφωτικό επίπεδο ενός ατόμου, τόσο μικρότερη η πιθανότητα να είναι άνεργο. Η επένδυση στην εκπαίδευση και στις δεξιότητες συνεχίζει να είναι το πιο αποτελεσματικό «αντίδοτο» στην ανασφάλεια της αγοράς εργασίας.
[1] Eurostat. Unemployment rates by educational attainment level. European Commission. Retrieved October 5, 2025, from: https://ec.europa.eu